- σκραπ
- (I)Νφρ. «δεν ξέρω σκραπ» — δεν ξέρω απολύτως τίποτε, δεν έχω ιδέα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. scrap «ίχνος, κομματάκι»].————————(II)το, Νάκλ. (μεταλλ.) περιληπτική ονομασία για τα παλαιά, χρησιμοποιημένα μέταλλα τα οποία συλλέγονται και επαναχυτεύονται αποτελώντας έτσι μια σημαντική πηγή πρώτης ύλης για την παραγωγή βιομηχανικών μετάλλων και κραμάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. scrap «υπόλειμμα, απόρριμμα, παλιοσίδερο»].
Dictionary of Greek. 2013.